Ποινῆς

Ποινῆς
Ποινή
bloodmoney
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποινῆς — ποινάω pres ind act 2nd sg (doric) ποινάω pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) ποινή bloodmoney fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίνης — ποινάω pres ind act 2nd sg ποινάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • απόλυση — Η νομότυπη απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του. Στον ιδιωτικό τομέα, συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ της επιχείρησης και του μισθωτού, πάντοτε μέσα στα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται… …   Dictionary of Greek

  • έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… …   Dictionary of Greek

  • μετατροπή — η (ΑΜ μετατροπή) [μετατρέπω] μεταβολή, αλλαγή, τροποποίηση (α. «η μετατροπή τών όρων τού συμβολαίου έγινε μετά από συμφωνία και τών δύο πλευρών» β. «σώματος γένεσις καὶ μετατροπή», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. «μετατροπή ποινής» (νομ.) μείωση τής ποινής… …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά …   Dictionary of Greek

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • αποτυμπανισμός — Είδος θανατικής ποινής που επιβαλλόταν στην αρχαία Αθήνα, συνήθως σε μη Αθηναίους εγκληματίες. Ο όρος προέρχεται από τη λέξη τύμπανον ή τύπανον, μία σανίδα πάνω στην οποία έδεναν τα μέλη και τον λαιμό του κατάδικου. Ο ακριβής όμως τρόπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”